Βιολογικοί Δείκτες Καρδιακής Λειτουργίας

ΚΑΡΔΙΟΕΙΔΙΚΗ ΤΡΟΠΟΝΙΝΗ I

Η διαδικασία της καρδιακής ανεπάρκειας είναι μία συνδυασμένη απάντηση στον καρδιακό τραυματισμό και την καρδιακή δυσλειτουργία. Η κατανόηση των πολύπλοκων μηχανισμών που οδηγούν στο κλινικό αποτέλεσμα της καρδιακής ανεπάρκειας είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη στοχευμένων και αποτελεσματικών θεραπευτικών στρατηγικών και συνεπώς την αντιμετώπισή της.

Το καρδιακό remodeling είναι η διαδικασία αναδόμησης και αναμόρφωσης της καρδιάς που σηματοδοτεί την ανάπτυξη της καρδιακής ανεπάρκειας, ανεξάρτητα της αιτιολογίας της τελευταίας. Οι παράμετροι κατά τις οποίες μεταβάλλεται το καρδιακό κύτταρο όταν η καρδιά υφίσταται remodeling, είναι το μέγεθος, η μορφή και η δυνατότητά του να επενεργεί συσταλτική λειτουργία. Έτσι για παράδειγμα στην υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, η οποία χαρακτηρίζεται από συμμετρική ή ασύμμετρη υπερτροφία των κοιλιών, τα τυπικά ιστολογικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν υπερτροφία των καρδιομυοκυττάρων και αταξία που οφείλεται σε αυξημένη συσσώρευση χαλαρού συνδετικού ιστού που τα περιβάλλει. Οι έρευνες σε ανθρώπους και άλλους ζωικούς οργανισμούς είναι ενδεικτικές για τη δυνατότητα αναγέννησης των μυοκαρδιακών κυττάρων και συμφωνούν πως το remodeling είναι μία πολύπλοκη και δυναμική διαδικασία που δεν έχει πλήρως κατανοηθεί και αφορά κυρίως την ενεργοποίηση της απόπτωσης και όχι όπως στη περίπτωση των μυοκαρδιακών βλαβών λόγω ισχαιμίας την νέκρωση αυτών:

Εκτός από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που περιγράφουν την εξέλιξη της καρδιακής ανεπάρκειας έντονο είναι το ερευνητικό ενδιαφέρον για την πιστοποίηση βιολογικών δεικτών στο αίμα που θα χρησιμοποιηθούν για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου. Για να είναι κλινικά χρήσιμος ένας βιολογικός δείκτης θα πρέπει να πληρεί μια σειρά προϋποθέσεων μεταξύ των οποίων να είναι ακριβείς και επαναλήψιμες οι μετρήσεις, να δίνουν χρήσιμες πληροφορίες που δεν έχουν εξαχθεί από την κλινική εκτίμηση του ασθενούς και τα επίπεδα του δείκτη να συναρτώνται με συγκεκριμένη φάση της εξέλιξης της ανεπάρκειας.

Οι βιολογικοί δείκτες κατηγοριοποιήθηκαν στις ακόλουθες 6 κατηγορίες:

• Σχετιζόμενοι με τη φλεγμονή TNF-α και οι ιντερλευκίνες 1, 6 και 18 που βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα σε ασθενείς με Κ.Α.

• Σχετιζόμενοι με το οξειδωτικό stress που προκαλούν οι ελεύθερες ρίζες οξυγόνου και αφορούν σε επίπεδα ενζύμων.

• Σχετιζόμενοι με την αναδόμηση της εξωκυττάριας ύλης όπως οι μεταλλοπρωτεϊνάσες και οι αναστολείς τους.

• Οι νευροορμόνες.

• Δείκτες που σχετίζονται με τραυματισμό των καρδιομυοκυττάρων.

• Στα μόρια που απελευθερώνονται από τα καρδιομυοκύτταρα σε καταστάσεις έντονου stress.

Οι τροπονίνες αποτελούν σύνολο τριών δομικών πρωτεϊνών (ισομερή C, T και I) των σκελετικών και μυοκαρδιακών κυττάρων. Οι τροπονίνες εδράζονται στο μόριο της ακτίνης και ρυθμίζουν τη μυική σύσπαση. Κάθε 7 μόρια ακτίνης περιβάλλονται από ένα μόριο τροπομυοσίνης που στο άκρο του φέρει ένα μόριο τροπονίνης. Η μυική σύσπαση αρχίζει με την είσοδο ιόντων ασβεστίου στο κύτταρο και τη σύνδεση τους με το ισομερές C. Το ισομερές Ι αποσυνδέεται από την ακτίνη αναστέλλοντας την παρεμποδιστική δράση του στην αντίδραση ακτίνης-μυοσίνης. Το ισομερές Τ ρυθμίζει τη λειτουργία του όλου συστήματος μέσω της ρυθμιστικής πρωτεΐνης τροπομυοσίνης. Οι τροπονίνες έχουν ισομορφές που βρίσκονται αποκλειστικά στα μυοκαρδιακά κύτταρα (cTnT, cTnl και cTnC ), όμως η ομολογία μεταξύ σκελετικής και καρδιακής τροπονίνης είναι 60% για την τροπονίνη I, 90% για την Τ και πάνω 90% για την C. Έτσι η τροπονίνη C δεν χρησιμοποιείται ως καρδιακός δείκτης, ενώ η τροπονίνη I πλεονεκτεί ως προς την ειδικότητα σε σύγκριση με την Τ. Ανευρίσκονται σε δύο πληθυσμούς εντός των κυττάρων. Η πλειονότητα είναι δομικά συνδεδεμένη εντός των λεπτών νηματίων της ακτίνης ενώ ένα μικρό ποσοστό 2-4% για την I και 6-8 % για την C παραμένει ελεύθερη στο κυτταρόπλασμα.

Βλάβη των μυοκαρδιακών κυττάρων έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της ακεραιότητας της μεμβράνης και την απελευθέρωση των τροπονινών στην κυκλοφορία.

Διάφορες έρευνες έχουν γίνει αναφορικά με τα επίπεδα των καρδιακών τροπονινών στον σκύλο και συγκεκριμένα έδειξαν πιθανότητα συσχέτισης της σοβαρότητας και της πρόγνωσης σε ενδοκάρδωση, υποαορτική στένωση και διατατική μυοκαρδιοπάθεια. Τα περικαρδιακά νοσήματα έχουν δείξει άνοδο των συγκεντρώσεων τροπονινών τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ζώα. Δύο πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι σκύλοι με περικαρδιακή συλλογή έχουν σημαντικά αυξημένα επίπεδα cTnl συγκριτικά με τους υγιείς. Μάλιστα σε μία εξ αυτών τα επίπεδα αυτής χρησιμοποιήθηκαν για τη διαφορική διάγνωση μεταξύ περικαρδιακής συλλογής λόγω αιμαγγειοσαρκώματος όπου και βρέθηκαν υψηλότερα σε σχέση με την ιδιοπαθούς αιτιολογίας.

Στην περίπτωση του υπερθυρεοειδισμού στη γάτα παρατηρούνται συχνά καρδιοαγγειακές διαταραχές. Αυτές δυνατόν να περιλαμβάνουν ταχυκαρδία, υπερτροφία του μυοκαρδίου, υπέρταση, αρρυθμίες και καρδιακή ανεπάρκεια ιδιαίτερα αν συνυπάρχει πρωτογενής μυοκαρδιοπάθεια. Η αρρυθμιογόνος μυοκαρδιοπάθεια της δεξιάς κοιλίας στα Boxers χαρακτηρίζεται από παρουσία διάμεσης ίνωσης και διήθησης του διάμεσου υποστρώματος της κοιλίας από φλεγμονώδη κύτταρα και λίπος. H συγκέντρωση των cTnl ειναι στατιστικά σημαντική σε σχέση με τους υγιείς μάρτυρες και σε άλλες φυλές πλην των Boxers. Οι ανθρακυκλίνες ανήκουν στην κατηγορία των κυτταροστατικών αντιβιοτικών και χρησιμοποιούνται ευρέως τα τελευταία χρόνια, τόσο σε αιματολογικές κακοήθειες όσο και σε συμπαγείς όγκους, με πολύ καλά αποτελέσματα. Βασική ανεπιθύμητη ενέργειά τους είναι η πρόκληση καρδιοτοξικότητας. Πιθανοί μηχανισμοί είναι η παραγωγή ελεύθερων ριζών οξυγόνου και υδροξυλίου, η επίδραση των ανθρακυκλινών στο σαρκοπλασματικό δίκτυο και η διαταραχή που προκαλείται στην ομοιοστασία του ασβεστίου καθώς και η ενεργοποίηση του μηχανισμού της απόπτωσης που προκαλείται μέσω βλαβών στο DNA. Η χορήγηση ανθρακυκλινών προκαλεί σπάνια οξεία μυοκαρδίτιδα τις πρώτες ώρες μετά τη χορήγηση και συχνότερα συμφορητικού τύπου καρδιακή ανεπάρκεια, η οποία εμφανίζεται μετά το πέρας της φαρμακευτικής αγωγής.

Εργαστήρια:
Vet in Progress Plus
Υπηρεσία:
Ενδοκρινολογία
Κατηγορία:
Βιολογικοί Δείκτες Καρδιακής Λειτουργίας