C – αντιδρώσα Πρωτεΐνη CRP

ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ ΟΞΕΙΑΣ ΦΑΣΗΣ: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΑ Β. ΜΠΙΤΧΑΒΑ

10ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

 

Η οξεία φάση της αντίδρασης ενός οργανισμού σε οποιαδήποτε βλάβη των ιστών χαρακτηρίζεται πέραν της πληθώρας των κλινικών και εργαστηριακών διαταραχών και από μεταβολές στην συγκέντρωση πρωτεϊνών του πλάσματος που καλούνται πρωτεΐνες οξείας φάσης. Ορισμένες εξ αυτών μειώνονται όπως η αλβουμίνη και η τρανσφερρίνη, ενώ άλλες αυξάνονται όπως η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, το αμυλοειδές Α, η σερουλοπλασμίνη, η απτογλοβίνη, η AGP, το ινωδογόνο και η φερριτίνη. Αποτελούν μέρος της αρχικής (innate) μη ειδικής ανοσολογικής απάντησης και πρόκειται κατά το πλείστον για γλυκοπρωτεΐνες, οι οποίες συνθέτονται κυρίως στα ηπατικά κύτταρα υπό την επίδραση κυτοκινών, αν και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις παραγωγής τους και σε άλλους ιστούς.

Με τον προσδιορισμό των εν λόγω πρωτεϊνών ταχύτατα και με ακρίβεια δεικνύεται η ύπαρξη λοίμωξης και φλεγμονώδους επεξεργασίας, όχι όμως και το αίτιο. Έτσι οι πρωτεΐνες οξείας φάσης δυνατόν να αποκαλύψουν την παρουσία υποκλινικής νόσου ενώ αποτελούν και ισχυρό προγνωστικό σημείο. Πρόσφατα υπάρχει έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον για την χρήση τους ως δείκτες ελέγχου της αποτελεσματικής θεραπευτικής αντιμετώπισης νοσημάτων, όπως η λεισμανίωση, η ερλιχίωση καθώς και διαφόρων νεοπλασιών.

Η κλινική εφαρμογή των πρωτεϊνών οξείας φάσης στην καθημέρα κτηνιατρική πράξη των ζώων συντροφιάς δεν είναι ευρέως διαδεδομένη. Αυτό οφείλεται κυρίως σε πρακτικούς περιορισμούς σχετικά με τα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά τους και τις διάφορες μεθόδους ανάλυσης. Επίσης σύγχρονες μελέτες αναφέρουν ότι η μέτρηση συνδυασμού τους και όχι μόνο μίας πρωτεΐνης οδηγεί στην εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων ακόμα και στη διάγνωση συγκεκριμένου νοσήματος.

Τέλος, τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονται μια σειρά φαρμακευτικών ουσιών, με στόχο την αναστολή των προφλεγμονωδών επιδράσεων των πρωτεϊνών οξείας φάσης, όπως για παράδειγμα η συσσώρευση αμυλοειδούς στους διαφόρους ιστούς.

Στο άμεσο μέλλον πιστεύεται ότι κάθε εξέταση ρουτίνας πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένες εξ αυτών ως βιολογικούς δείκτες λοίμωξης και φλεγμονώδους αλλοίωσης.

Η ονομασία τους προέρχεται από την Οξεία Φάση Της Αντίδρασης ενός Οργανισμού έναντι ενός βλαπτικού παράγοντα, ο οποίος δύναται να εγείρει φλεγμονώδη αντίδραση. Ο σκοπός της αντίδρασης οξείας φάσης είναι η αποκατάσταση της ομοιοστασίας όσο το δυνατόν συντομότερα (asap ). Αυτό πετυχαίνεται με την απομόνωση και καταστροφή του λοιμογόνου οργανισμού. την απομάκρυνση βλαπτικών μορίων και την ενεργοποίηση του μηχανισμού αποκατάστασης της βλάβης.

Σε γενικές γραμμές περιλαμβάνει μια πληθώρα μεταβολών τόσο σε τοπικό όσο και σε συστηματικό επίπεδο όπως αυτές συνοψίζονται , λαμβάνει χώρα αμέσως μετά τη είσοδο του ερεθίσματος και διαρκεί λίγα εικοσιτετράωρα. Όμως η συστηματική αντίδραση δυνατόν να διαρκέσει περισσότερο και να γίνει χρόνια εάν το αίτιο δεν αρθεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις η οξεία αντίδραση του οργανισμού συνεχίζεται με αποτέλεσμα την περαιτέρω βλάβη των ιστών. Με άλλα λόγια η οξεία φάση της αντίδρασης και κατά συνέπεια οι APPs που συμμετέχουν σε αυτή, θεωρείται σημαντικό μέρος της αρχικής άμυνας ενός οργανισμού, είναι υπεύθυνη για την επιβίωση του στα κρίσιμα πρώιμα στάδια και ανοίγει το δρόμο για την επίκτητη ανοσία.

Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες μεταβολές είναι η διαταραχή στη συγκέντρωση πολλών πρωτεϊνών του πλάσματος, οι οποίες ονομάζονται πρωτεΐνες οξείας φάσης-Acute Phase Proteins (APPs). Η πρώτη εξ αυτών περιγράφηκε πριν 50 περίπου χρόνια στον άνθρωπο και ήταν η C-αντιδρώσα πρωτείνη. Σήμερα δεν νοείται βιοχημικό προφίλ που να μην την περιλαμβάνει εφόσον δίδει σημαντικές διαγνωστικές πληροφορίες για την ύπαρξη νοσήματος, πρόγνωση και ανταπόκριση στη θεραπεία. Πρόσφατα και στα ζώα περίπου 40 πρωτεΐνες καταχωρήθηκαν σε αυτές. Ταξινομούνται καταρχήν με βάση την αύξηση της συγκέντρωσής τους κατά τη διάρκεια της αντίδρασης ως θετικές ή τη μείωση τους σε ποσοστό τουλάχιστον 25% ως αρνητικές. Γιατί αρνητικές; Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει επιβεβαιωμένη άποψη για τον άνθρωπο αλλά και για τα ζώα. Θεωρείται ότι αποτελούν άμεση πηγή αμινοξέων για τη σύνθεση άλλων πρωτεϊνών των θετικών, πλέον σημαντικών εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή της άμυνας του οργανισμού. Μία άλλη ταξινομική προσέγγιση αφορά το ρυθμό παραγωγής τους και κατ’ επέκταση το μέγεθος μεταβολής της συγκέντρωσης τους, ποικίλλει ανάλογα με το ζωικό είδος και τις κατατάσσει ως κύριες, μέτριες και ελάχιστες. Στις κύριες η αύξηση είναι έως και 100 Χ της φυσιολογικής τιμής ενώ στις μέτριες από 2Χ έως και 10 Χ. Ειδικότερα στο Σκύλο η ταχύτατη παραγωγή και ανίχνευση της CRP στο αίμα μετά από την επίδραση ερεθίσματος, καθώς και η γρήγορη απομάκρυνση της από τον οργανισμό την καθιστά πολύτιμο δείκτη της κλινικής κατάστασης του ζώου τη στιγμή λήψης του δείγματος.

 

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΦΛΕΓΜΟΝΗΣ

• Έχουν μεγαλύτερη διαγνωστική ευαισθησία. Αυξάνονται σε περιπτώσεις όπου ο ολικός αριθμός των λευκών και ο λευκοκυτταρικός τύπος δεν δείχνουν αξιόλογες μεταβολές. Επίσης σε ζώα όπου ο μυελός των οστών δεν δύναται να ανταποκριθεί σε ένα φλεγμονώδες ερέθισμα, π.χ. μυελοκαταστολή ή λευχαιμία, οι APPs έχουν διαγνωστική αξία.

Μεγαλύτερη σταθερότητα στη μέτρηση. Η ανάλυση πραγματοποιείται και σε ορό που διατηρήθηκε σε 0°C κατάψυξης.

• Επιδεικνύουν ταχύτερη ανταπόκριση από ότι ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων ειδικότερα στις λοιμώξεις και όχι τόσο μετεγχειρητικά, αφού αναμένεται η απάντηση του μυελού των οστών.

• Αναφορικά με τις κυτταροκίνες πέραν των δυσκολιών που αφορούν το σχεδιασμό μεθόδων ανίχνευσής τους, δεικνύουν και το εξής μειονέκτημα έναντι των APPS, εξαφανίζονται από την κυκλοφορία εντός ολίγων ωρών ενώ οι APPS παραμένουν ανιχνεύσιμες για τουλάχιστον 48 ώρες ή και περισσότερο.

• Τέλος επικρατεί η άποψη σε πολλούς ερευνητές ότι η μέτρηση της CRP σε διάφορες συλλογές αποτελεί σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης μεταξύ διιδρώματος και εξιδρώματος.

Εργαστήρια:
Vet in Progress Plus
Υπηρεσία:
Κλινική Χημεία
Κατηγορία:
C - αντιδρώσα Πρωτεΐνη CRP